βιβλιοδετείο

βιβλιοδετείο
το
εργαστήριο ή κατάστημα στο οποίο δένονται βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. βιβλιοδετείον μαρτυρείται από το 1852 στον Αλέξ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοδετείο — το το εργαστήριο όπου ενεργείται βιβλιοδεσία: Πήγε τις τυπωμένες σελίδες στο βιβλιοδετείο για να τις δέσει σε πολυτελές βιβλίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φαραντάι, Μάικλ — (Faraday, Νιούινγκτον, Σάρεϊ 1791 – Χάμπτον Κορτ, Λονδίνο 1867). Άγγλος φυσικός και χημικός. Γιος σιδηρουργού, προσελήφθη ως μαθητευόμενος σε ένα βιβλιοδετείο του Λονδίνου, όπου είχε τη δυνατότητα να διαβάζει κάθε είδους βιβλία, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • Φιλαδελφεύς — Επώνυμο 3 λογίων και επιστημόνων. 1. Χρίστος (1808 – 1892). Μεταφραστής, συγγραφέας και εκδότης. Καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας και σπούδασε στη Σμύρνη, όπου αργότερα διετέλεσε διευθυντής παρθεναγωγείου. Από εκεί πήγε στην Κέρκυρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”